πολυγονοειδές

πολυγονοειδές
πολῠ-γονοειδές, τό,
A = κληματίς, Dsc.4.7; but = δαφνοειδές, Gal.12.31.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυγονοειδής — ές, ΝΜΑ 1. όμοιος με το φυτό πολύγονο, αυτός που ανήκει στην τάξη του 3. το ουδ. ως ουσ. τό πολυγονοειδές α) το φυτό δαφνοειδές, η δάφνη β) το φυτό κληματίς, η κληματσίδα νεοελλ. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα πολυγονοειδή βοτ. παλαιότερη ονομασία τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”